νεραϊδόγνεμα

νεραϊδόγνεμα
το
βλ. νεραϊδόνημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεραϊδόνημα — και νεραϊδόγνεμα, το κοινή ονομασία ειδών τού φυτού κουσκούτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεράιδα + νήμα. Η λ. νεραϊδόγνεμα < νεράιδα + γνέμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”